αποκτάω

αποκτάω
αποκτάω / αποκτώ (παρατατ. -ούσα), απόκτησα και απέκτησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποκτώ — αποκτάω / αποκτώ (παρατατ. ούσα), απόκτησα και απέκτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”